πολυεμβρυονία

πολυεμβρυονία
η, Ν
1. βοτ. ο σχηματισμός περισσότερων τού ενός εμβρύων σε μια σπερματική βλάστη
2. ζωολ. ο σχηματισμός πολλών εμβρύων από ένα μόνο ζυγωτό
3. φρ. α) «γνήσια πολυεμβρυονία»
βοτ. πολυεμβρυονία κατά την οποία τα έμβρυα αναπτύσσονται με διαίρεση τού ζυγωτού
β) «επιγενής πολυεμβρυονία»
βοτ. πολυεμβρυονία κατά την οποία τα έμβρυα προκύπτουν παράπλευρα τού ζυγωτού από σωματικό ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyembryony < poly- (< πολυ-*) + embryon- (< έμβρυον) + κατάλ. -y (πρβλ. -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”